κλαρί,
το, ουσ.
[<μτγν. σπάνιο κλαρίον], το κλαρί·
- βγάζω
στο κλαρί, α. (για άντρες) οδηγώ γυναίκα στην πορνεία, ιδίως για να
την εκμεταλλεύομαι: «έκανε πρώτα πως ήταν ερωτευμένος μαζί της και σιγά σιγά
την έβγαλε στο κλαρί». β. οδηγώ κάποιον, ιδίως νεαρό, στην παρανομία:
«μπλέχτηκε μ’ αυτήν την κωλοπαρέα και τον έβγαλαν στο κλαρί». γ. οδηγώ κάποιον,
ιδίως νεαρό, στην πορνεία, επιδιώκω να τον κάνω πούστη: «μικρός μικρός έμπλεξε
μ’ έναν πορνόγερο και τον έβγαλε στο κλαρί». Συνών. βγάζω στη βίζιτα / βγάζω
στο επάγγελμα (α, β) / βγάζω στο κουρμπέτι (γ, δ) / βγάζω στο μεϊντάνι (β, γ)·
- βγαίνω
στο κλαρί, α. γίνομαι ληστής: «η φτώχεια τον ανάγκασε να βγει στο
κλαρί». β. επαναστατώ, ζω στην παρανομία, είμαι φυγόδικος, φυγοδικώ:
«απ’ τη μέρα που βγήκε στο κλαρί, ζει με το φόβο μην το πιάσουν». (Λαϊκό
τραγούδι: να ’βγαινα μάνα στο κλαρί,είναι η σκλαβιά πολύ
πικρή).γ. (για γυναίκες) εκδίδομαι επί χρήμασι, γίνομαι
πόρνη: «έφυγε απ’ το χωριό της δήθεν για να σπουδάσει και βγήκε στο κλαρί». δ.
(για νεαρούς άντρες) αρχίζω να ζω τη ζωή του πούστη: «μ’ αυτό το αδελφάτο που
έμπλεξε, ήταν αδύνατο να μη βγει κι αυτός στο κλαρί!». Συνών. βγαίνω στη
βίζιτα / βγαίνω στο επάγγελμα (α, β) / βγαίνω στο κουρμπέτι (β, γ) / βγαίνω στο
μεϊντάνι (γ, δ)·
- δεν
τον αφήνω (να σταθεί) σε χλωρό κλαρί (κλαδί), τον καταδιώκω επίμονα,
συστηματικά, επιδιώκοντας το κακό του: «απ’ τη μέρα που έμαθε πως τον
κατηγόρησε, δεν τον αφήνει σε χλωρό κλαρί». Πρβλ.: σαν τον εξόριστο γυρίζω
μες τα ξένα, ούτε χλωρό κλαρί βρίσκω να σταθώ, όλα τα όνειρα που έπλαθα χαθήκαν
στους μαύρους τόπους που παντέρημος γυρνώ (Λαϊκό τραγούδι).